- λέπαστρον
λέπαστρον, τό, Geräth zum Muschelfang, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέπαστρον, τό, Geräth zum Muschelfang, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέπαστρον — λέπαστρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεῡός τι ἁλιευτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπάς + επίθημα τρον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. δέπαστρον)] … Dictionary of Greek