θάλαμόνδε

θάλαμόνδε

θάλαμόνδε, ins Schlafgemach, Od. 21, 8. 22, 109. 161.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλαμόνδε — θάλαμόνδε indeclform (adverb) θαλαμόνδε to the bed chamber indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμονδε — θάλαμόνδε , θάλαμόνδε indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμόνδε — (Α) επίρρ. στον θάλαμο, στο υπνοδωμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμον, αιτ. τού θάλαμος, + δε (< δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι)*), πρβλ. οίκον δε, φόβον δε] …   Dictionary of Greek

  • θάλαμονδ' — θάλαμόνδε , θάλαμόνδε indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”