- λάλαξ
λάλαξ, αγος, ὁ, der Schwätzer, Schreier, vom laut quakenden grünen Wasserfrosch, Hesych. – Bei Leon. Tar. 55 Geschwätz, wofür Anth. Pal. VII, 198 πάταγος steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάλαξ, αγος, ὁ, der Schwätzer, Schreier, vom laut quakenden grünen Wasserfrosch, Hesych. – Bei Leon. Tar. 55 Geschwätz, wofür Anth. Pal. VII, 198 πάταγος steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάλαξ — λάλαξ, αγος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν δυνατά) φλύαρος, φωνακλάς, κράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαλώ και εμφανίζει παρέκταση γ (πρβλ. λαλαγώ, λαλαγή)] … Dictionary of Greek
λάλαξ — babbler masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάλαγες — λάλαξ babbler masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάλαγος — λάλαξ babbler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek