θάκημα

θάκημα

θάκημα, τό, das Sitzen, bes. der Hülfeflehenden am Altar, τί προςχρῄζοντα τῷ ϑακήματι, durch das Bitten, Soph. O. C. 1162, vgl. 1181. – Der Sitz, neben ϑρόνος, Soph. O. C. 1382; ὦ Πανὸς ϑακήματα Eur. Ion. 492.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θάκημα — θάκημα, το (Α) [θακώ] 1. (για ικέτες) το να κάθεται κάποιος κοντά στον βωμό 2. το κάθισμα («ὦ Πανός θακήματα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • θάκημα — sitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάκημ' — θάκημα , θάκημα sitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θακήματα — θάκημα sitting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θακήματι — θάκημα sitting neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”