- λάμψις
λάμψις, ἡ, das Leuchten, Glänzen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάμψις, ἡ, das Leuchten, Glänzen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάμψις — λάμψῑς , λάμψις shining fem acc pl (epic doric ionic aeolic) λάμψις shining fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμψεσιν — λάμψις shining fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμψιν — λάμψις shining fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμψιος — λάμψις shining fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμψει — λάμπω give light aor subj act 3rd sg (epic) λάμπω give light fut ind mid 2nd sg λάμπω give light fut ind act 3rd sg λάμψις shining fem nom/voc/acc dual (attic epic) λάμψεϊ , λάμψις shining fem dat sg (epic) λάμψις shining fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμψη — η (AM λάμψη) [λάμπω] ακτινοβολία τού φωτός, φωτοβολία, ανταύγεια (α. «λάμψις ἡλίου», Γεωπ. β. «λάμψις ἀστέρων», Φίλ.) 2. αίγλη, δόξα, λαμπρότητα νεοελλ. (ορυκτ.) τρόπος ή είδος εμφάνισης τής επιφάνειας ενός ορυκτού σε σχέση με την ποιότητα τού… … Dictionary of Greek
λάμψεις — λάμπω give light aor subj act 2nd sg (epic) λάμπω give light fut ind act 2nd sg λάμψις shining fem nom/voc pl (attic epic) λάμψις shining fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάψα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Περγαίους) «γογγυλίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τα λαψάνη και λάμψις] … Dictionary of Greek
λαψάνα — και λαμψάνη και λαψάνη, η (AM λαψάνη και λαμψάνη) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμψις. Το φυτό έλαβε την ονομ. του προφανώς λόγω τού λαμπερού χρώματός του … Dictionary of Greek
παράλαμψις — (I) ἡ, Α σημείο τού κερατοειδούς που λάμπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λάμψις]. (II) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. παράληψη … Dictionary of Greek
ԾԱԳՈՒՄՆ — (գման.) NBH 1 0999 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 14c գ. ἁνατολή ortus եւ oriens, origo ἁπόρρια effluxus, emanatio βλαστός germen λάμψις splendor. ծագիլն լուսոյ կամ լուսաւորեաց. ելք. արեւելք. եւ Փայլումն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)