- λάβυζος
λάβυζος, ἡ, eine Gewürzpflanze, Dinon bei Ath. XII, 514 a; Hesych. v. κίδαρις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάβυζος, ἡ, eine Gewürzpflanze, Dinon bei Ath. XII, 514 a; Hesych. v. κίδαρις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάβυζος — λάβυζος, ἡ (Α) είδος αρωματικού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ανατολικό δάνειο. Κατ άλλους, η λ. προέρχεται απ την Ινδική και συνδέεται με την ονομασία τού φυτού labuja, άποψη λιγότερο πιθανή] … Dictionary of Greek
λάβυζος — spice plant fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύζου — λάβυζος spice plant fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лабаз — мучной амбар; легкий охотничий шалаш; помост на деревьях в лесу, откуда бьют медведя ; лобаз, лавас, лобоз помост, настил охотника , олонецк. (Даль); лапас сарай для сена , пенз., тамб.; лопас, воронежск., тамб.; лапас, сарат.; лабоз, тверск.;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера