λάσος

λάσος

λάσος, , der Stein, nach Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λάσος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάσος — (6ος αι. π.Χ.). Μουσικός και ποιητής από την Ερμιόνη Αργολίδας. Σύμφωνα με την παράδοση, δίδαξε μουσική στον Πίνδαρο. Έζησε στην Αυλή των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα, όπου και ανέπτυξε αξιόλογη καλλιτεχνική δραστηριότητα. Σε αυτόν αποδίδεται το… …   Dictionary of Greek

  • Λάσω — Λάσος masc nom/voc/acc dual Λάσος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάσου — Λάσος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάσῳ — Λάσος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛАС —     I.    • Las,          Λάα, Λα̃, Λα̃ς, древний город в Лаконии, упоминаемый уже Гомером на морском берегу к югу от города Гифея, до процветания последнего бывший гаванью Лаконии, в римскую же эпоху обратившийся в деревню, ничем не защищенную… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЛАС —     I.    • Las,          Λάα, Λα̃, Λα̃ς, древний город в Лаконии, упоминаемый уже Гомером на морском берегу к югу от города Гифея, до процветания последнего бывший гаванью Лаконии, в римскую же эпоху обратившийся в деревню, ничем не защищенную… …   Реальный словарь классических древностей

  • Λασίσματα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὡς σοφιστοῡ τοῡ Λάσου καὶ πολυπλόκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Λάσος (αρχαίος ποιητής) με επίδραση τής λ. σόφ ισμα] …   Dictionary of Greek

  • ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… …   Dictionary of Greek

  • διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”