λάσανον — λάσανον, τὸ (Α) 1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα 2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
λάσανον — λάσανα trivet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лазня — ступенька лестницы; подножка; баня , южн., зап.; др. русск. лазьня, укр., блр. лазьня, чеш. lazeň, польск. ɫaznia, в. луж., н. луж. ɫaznja баня . От лазить; использовано для обозначения деревянного сооружения (полок и т. п.) русск. парной бани,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Lasagna — (singular, pronounced|laˈzaɲa in Italian; plural lasagne pronounced IPA| [laˈzaɲe] ) is both a form of pasta in sheets (sometimes rippled, though seldom so in Northern Italy) and also a dish, sometimes named lasagne al forno (meaning oven cooked… … Wikipedia
Lasagne — (roh) Überbackene Lasagne … Deutsch Wikipedia
Лазанья — (итал. lasagne) традиционное блюдо итальянской кухни, особенно города Болонья, приготовленное из слоёв теста вперемешку со слоями начинки, залитых соусо … Википедия
λάσανα — λάσανα, τὰ (Α) βλ. λάσανον … Dictionary of Greek
λαζάνια — τα είδος ζυμαρικού ανάλογου με τα μακαρόνια, αλλά με σχήμα ταινίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. lasagna < δημ. λατ. lasania < λατ. lasanum < αρχ. ελλ. λάσανον «τρίπους, σχάρα»] … Dictionary of Greek
λασανίτης — λασανίτης, ὁ (Α) αυτός που φέρει λάσανα, δηλ. έδρες για αποπάτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θραν ίτης, σκην ίτης)] … Dictionary of Greek
λασανοφόρος — λασανοφόρος, ὁ (Α) δούλος που φρόντιζε τα κοπροδοχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek