λάπαθον

λάπαθον

λάπαθον, τό, eine Ampferart, lapathium, die den Leib öffnet u. erweicht, λαπάζει, Theophr. u. Diosc. Auch ὁ λάπαϑος u. ἡ λαπάϑη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάπαθον — monk s rhubarb neut nom/voc/acc sg λάπαθος monk s rhubarb masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπάθου — λάπαθον monk s rhubarb neut gen sg λάπαθος monk s rhubarb masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπάθων — λάπαθον monk s rhubarb neut gen pl λάπαθος monk s rhubarb masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπάθῳ — λάπαθον monk s rhubarb neut dat sg λάπαθος monk s rhubarb masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάπαθα — λάπαθον monk s rhubarb neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάπαθο — και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον) κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών τού φυτού ρούμεξ αρχ. όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό τού τ. ως… …   Dictionary of Greek

  • LOTIUM — tingendis olim conchyliis admisceri solitum ex Plin. discimus. Est autem conchylium coloris genus multo pallidius dilutisque purpurâ; unde purpuram a conchylio, h. e. purpuream vestem a conchyliata, Plin. idem discernit l. 9. c. 35. Conchylia et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιππολάπαθον — ἱππολάπαθον, τὸ (Α) είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λάπαθον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππό πορνος] …   Dictionary of Greek

  • ιπποσέλινον — ἱπποσέλινον, τὸ (Α) είδος αγριοσέλινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σέλινον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο λάπαθον] …   Dictionary of Greek

  • ιππόκρημνος — ἱππόκρημνος, ον (Α) 1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος 2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρημνός. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά… …   Dictionary of Greek

  • λαπάσσω — (AM, Α και λαπάττω) αδειάζω, κενώνω (α. «διάρροιαι... τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι», Ιπποκρ. β. «τὰ παρ οὖς λαπάσσει», Ιπποκρ.) μσν. (μτχ. παθ. παρακμ.) λαπαγμένος, η, ον α) κενός β) εξαντλημένος, κουρασμένος αρχ. 1. μαλακώνω, καταπραΰνω 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”