- λάπαθος
λάπαθος, ὁ (λαπάζω), Aushöhlung, Grube, Democrit. bei B. A. 374, 14, διὰ τὸ κεκενῶσϑαι ὀρυχϑέντας. Auch = Vorigem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάπαθος, ὁ (λαπάζω), Aushöhlung, Grube, Democrit. bei B. A. 374, 14, διὰ τὸ κεκενῶσϑαι ὀρυχϑέντας. Auch = Vorigem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάπαθος — monk s rhubarb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπάθους — λάπαθος monk s rhubarb masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
alp- — alp English meaning: ‘small, weak” Deutsche Übersetzung: “klein, schwach” ? Material: O.Ind. álpa , alpaca “ small, slight, flimsy “ (alpēna, alpüt “ light, fast “); to unite heavily in the definition with Lith. alpstù, alpaũ,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
λάπαθο — και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον) κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών τού φυτού ρούμεξ αρχ. όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό τού τ. ως… … Dictionary of Greek
Lapathos — 35.26861111111133.825 … Deutsch Wikipedia
αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι … Dictionary of Greek
λαπάθου — λάπαθον monk s rhubarb neut gen sg λάπαθος monk s rhubarb masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπάθων — λάπαθον monk s rhubarb neut gen pl λάπαθος monk s rhubarb masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπάθῳ — λάπαθον monk s rhubarb neut dat sg λάπαθος monk s rhubarb masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάπαθον — monk s rhubarb neut nom/voc/acc sg λάπαθος monk s rhubarb masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)