- θολόεις
θολόεις, εσσα, εν, = ϑολερός, Opp. Hal. 3, 164, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θολόεις, εσσα, εν, = ϑολερός, Opp. Hal. 3, 164, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θολόεις — θολόεις, εσσα, εν (Α) θολερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + επίθημα (ό)εις (πρβλ. ομφαλ όεις, υαλ όεις)] … Dictionary of Greek
θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… … Dictionary of Greek