- λοξο-δρόμος
λοξο-δρόμος, schief, schräg laufend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοξο-δρόμος, schief, schräg laufend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουφοδρομώ — (για νόσο) προσβάλλω κάποιον κρυφά, λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (Ι)* + δρομώ (< δρόμος), πρβλ. λοξο δρομώ, πελαγο δρομώ] … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
οικτροκέλευθος — οἰκτροκέλευθος, ον (Α) αυτός που κάνει άθλια οδοιπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή» (πρβλ. λοξο κέλευθος)] … Dictionary of Greek
υγροκέλευθος — ον, ΜΑ 1. (για ψάρι) αυτός που έχει υγρές οδούς, που πορεύεται και ζει μέσα στη θάλασσα και, γενικά, στο νερό 2. αυτός που αφήνει πίσω του υγρά ίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. λοξο κέλευθος, χρυσο κέλευθος)] … Dictionary of Greek