λοξο-κίνητος

λοξο-κίνητος

λοξο-κίνητος, sich schief, schräg bewegend, Schol. Hes. O. 381.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοκίνητος — ἰσοκίνητος, ον (Μ) αυτός που έχει την ίδια κίνηση, αυτός που κινείται εξίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κίνητος (< κινῶ), πρβλ. λοξο κίνητος, ολιγο κίνητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”