- λοιβαῖος
λοιβαῖος, zur λοιβή gehörig, womit man ein Trankopfer darbringt, κύλιξ, Ath. XII, 512 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιβαῖος, zur λοιβή gehörig, womit man ein Trankopfer darbringt, κύλιξ, Ath. XII, 512 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιβαίος — λοιβαῑος, αία, ον (Α) [λοιβή] αυτός που χρησίμευε για τη σπονδή («λοιβαία κύλιξ», Αθήν.) … Dictionary of Greek
λοιβαίας — λοιβαίᾱς , λοιβαῖος of fem acc pl λοιβαίᾱς , λοιβαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβή — λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α) 1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.) 2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή».… … Dictionary of Greek