- θοινάτωρ
θοινάτωρ, ορος, ὁ, = ϑοινατήρ, der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. ϑοινήτωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοινάτωρ, ορος, ὁ, = ϑοινατήρ, der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. ϑοινήτωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοινάτωρ — θοινάτωρ, ορος, ὁ (Α) θοινατήρ*, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα τωρ (πρβλ. γενέ τωρ, ευπά τωρ, συνδαί τωρ)] … Dictionary of Greek
θοινήτωρ — θοινήτωρ, ορος, ὁ (Α) συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ*] … Dictionary of Greek
συνθοινάτωρ — ορος, ὁ, Α μέτοχος σε ευωχία, σε συμπόσιο, συμποσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θοινάτωρ «συμποσιαστής, ευωχούμενος» (< θοινῶ «τρώγω, παρέχω συμπόσιο»)] … Dictionary of Greek
θοινατόρων — θοινᾱτόρων , θοινάτωρ feaster masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοινάτορας — θοινά̱τορας , θοινάτωρ feaster masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)