- λοιβάσιον
λοιβάσιον, τό, = λοιβεῖον, Epicharm. bei Ath. IX, 408 c, auch XI, 486 b, eigentl. ᾡ τὸ ἔλαιον ἐπισπένδουσι τοῖς ἱεροῖς, während σπονδεῖον der Becher zur Weinspende sei.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιβάσιον, τό, = λοιβεῖον, Epicharm. bei Ath. IX, 408 c, auch XI, 486 b, eigentl. ᾡ τὸ ἔλαιον ἐπισπένδουσι τοῖς ἱεροῖς, während σπονδεῖον der Becher zur Weinspende sei.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιβάσιον — λοιβάσιον, τὸ (Α) το λοιβείον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιβεῖον + κατάλ. άσιον (πρβλ. καμηλ άσιον, ιππ άσιον)] … Dictionary of Greek
λοιβάσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβάσια — λοιβάσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)