- λοιδορημάτιον
λοιδορημάτιον, τό, dim. zum Vor., Ar. frg. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδορημάτιον, τό, dim. zum Vor., Ar. frg. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδορημάτιον — λοιδορημάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού λοιδόρημα … Dictionary of Greek
λοιδορημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)