- λοιδορητικός
λοιδορητικός, schmäh- od. zanksüchtig, Arist. eth. endem. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδορητικός, schmäh- od. zanksüchtig, Arist. eth. endem. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδορητικός — λοιδορητικός, ή, όν (Α) [λοιδορώ] υβριστικός, ονειδιστικός … Dictionary of Greek
λοιδορητικός — abusive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορητικόν — λοιδορητικός abusive masc acc sg λοιδορητικός abusive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορητικοί — λοιδορητικός abusive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορητικῆς — λοιδορητικός abusive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορητικῶς — λοιδορητικός abusive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιαμβύλος — ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α) λοιδορητικός, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. υλος (πρβλ. στρογγ ύλος, στωμ ύλος)] … Dictionary of Greek
λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… … Dictionary of Greek