- θλιμμός
θλιμμός, ὁ, = ϑλῖψις, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλιμμός, ὁ, = ϑλῖψις, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλιμμός — θλιμμός, ὁ (ΑΜ) [θλίβω] θλίψη … Dictionary of Greek
θλιμμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιμμόν — θλιμμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek