- λοιδόρημα
λοιδόρημα, τό, Scheltwort, Schmähung, Schimpf, Arist. eth. 4, 8; λοιδόρημα ποιεῖσϑαί τινα, Jem. schmähen, Plut. de exil. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδόρημα, τό, Scheltwort, Schmähung, Schimpf, Arist. eth. 4, 8; λοιδόρημα ποιεῖσϑαί τινα, Jem. schmähen, Plut. de exil. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδόρημα — λοιδόρημα, τὸ (Α) [λοιδορώ] 1. ύβρη, κακολογία, χλευασμός («τὸ γὰρ σκῶμμα, λοιδόρημά τί ἐστι», Αριστοτ.) 2. το αντικείμενο λοιδορίας («τὸν πτωχὸν λοιδόρημα ποιοῡνται», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
λοιδόρημα — railing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορημάτων — λοιδόρημα railing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορήμασιν — λοιδόρημα railing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορήματα — λοιδόρημα railing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορήματι — λοιδόρημα railing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορημάτιον — λοιδορημάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού λοιδόρημα … Dictionary of Greek
λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… … Dictionary of Greek