λοιγήεις, εσσα, εν, poet. = λοίγιος, Nic. Al. 207, τοξικόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιγήεις — λοιγήεις, εσσα, εν και λοιγής, ές (Α) λοίγιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. τού λοίγιος] … Dictionary of Greek
λοιγήεντι — λοιγήεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)