λοιγής, ές, = Folgdm, Nic. Al. 256 Th. 921.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιγήεις — λοιγήεις, εσσα, εν και λοιγής, ές (Α) λοίγιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. τού λοίγιος] … Dictionary of Greek
λοιγέι — λοιγέϊ , λοιγής dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)