- λογιστηρία
λογιστηρία τράπεζα, ἡ, der Rechentisch, Poll. 10, 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογιστηρία τράπεζα, ἡ, der Rechentisch, Poll. 10, 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογιστήρια — λογιστήριον the place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστήριο — το (Α λογιστήριον) [λογιστής] νεοελλ. 1. γραφείο ή τμήμα δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης, όπου τηρούνται τα λογιστικά βιβλία και διεξάγεται η λογιστική υπηρεσία («πρέπει να πάτε στο λογιστήριο να πληρωθείτε») 2. φρ. «Γενικό Λογιστήριο» η… … Dictionary of Greek