- λογιστεία
λογιστεία, ἡ, das Amt des λογιστής, Inscr. 2529, vgl. 2741.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογιστεία, ἡ, das Amt des λογιστής, Inscr. 2529, vgl. 2741.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογιστεία — λογιστείᾱ , λογιστεία office of fem nom/voc/acc dual λογιστείᾱ , λογιστεία office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστεία — η (AM λογιστεία) [λογιστεύω] νεοελλ. το έργο ή η υπηρεσία τού λογιστή ή τού λογιστηρίου αρχ. το έργο ή το αξίωμα τού λογιστή, τού οικονομικού ελεγκτή … Dictionary of Greek
λογιστείας — λογιστείᾱς , λογιστεία office of fem acc pl λογιστείᾱς , λογιστεία office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστείαν — λογιστείᾱν , λογιστεία office of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)