ληκύθειος

ληκύθειος

ληκύθειος, zur λήκυϑος gehörig, bombastisch, Μοῦσα, Callim. fr. 319.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ληκύθειος — ληκήθειος, ον (Α) [λήκυθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο 2. φρ. «ληκύθειος Μοῡσα» η τραγωδία …   Dictionary of Greek

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”