- λογύδριον
λογύδριον, τό, dim. von λόγος, Is. Siceliot. in B. A. 1395.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογύδριον, τό, dim. von λόγος, Is. Siceliot. in B. A. 1395.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογύδριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογυδρίοις — λογύδριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογυδρίων — λογύδριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογύδρια — λογύδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογύδριο — το (AM λογύδριον) μικρός, σύντομος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. στηλ ύδριον)] … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek