- λογχο-φόρος
λογχο-φόρος, wie λογχηφόρος, der Lanzenträger; Eur. Hec. 1205; Xen. Cyr. 2, 1, 2; Pol. 3, 72, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογχο-φόρος, wie λογχηφόρος, der Lanzenträger; Eur. Hec. 1205; Xen. Cyr. 2, 1, 2; Pol. 3, 72, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντοφόρος — κοντοφόρος, ον (ΑM) στρατιώτης οπλισμένος με κοντάρι, με δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, λογχο φόρος] … Dictionary of Greek