- λογχη-φόρος
λογχη-φόρος, = λογχοφόρος, Schol. Aesch. Pers. 147; s. Lob. Phryn. 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογχη-φόρος, = λογχοφόρος, Schol. Aesch. Pers. 147; s. Lob. Phryn. 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογχοφόρος — α, ο (AM λογχοφόρος, ον) 1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
κινησιφόρος — κινησιφόρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι < κινῶ + φόρος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, λογχη φόρος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
κλινηφόρος — κλινηφόρος, ον (Μ) αυτός που βαστάζει κλινοειδές κάθισμα, ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωη φόρος, λογχη φόρος] … Dictionary of Greek
λογχηφόρος — λογχηφόρος, ον (Α) λογχοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
ιστιοφόρος — Γένος περκομόρφων οστεϊχθύων της οικογένειας των ιστιοφοριδών. Μοιάζει με τον ξιφία γιατί το ρύγχος του προεκτείνεται σε μια μακριά λόγχη. Το σώμα του είναι λεπτό, τα κοιλιακά του πτερύγια μακριά και το ραχιαίο πτερύγιό του μεγάλο σαν ιστίο. Το… … Dictionary of Greek
παρασειοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει παράσειο («παρασειοφόρος ναυς») 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρασειοφόρος στρατ. ιππέας ή οπλίτης ο οποίος κρατά λόγχη ή σάλπιγγα στολισμένη με παράσειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσειο + φόρος*] … Dictionary of Greek