- λοιπάζομαι
λοιπάζομαι, dep. pass., in Rückstand, Rest bleiben, Schol. Ar. Plut. 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιπάζομαι, dep. pass., in Rückstand, Rest bleiben, Schol. Ar. Plut. 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιπάζω — (AM) [λοιπάς] 1. οφείλω, χρωστώ 2. παθ. λοιπάζομαι μένω έλλειμμα, απομένω ως υπόλοιπο («ὅπερ ἧκον ἄγοντες λοιπασθὲν ἀπὸ τῆς θυσίας», Αριστοφ.) αρχ. παθ. έχω ένδεια, βρίσκομαι σε ανάγκη … Dictionary of Greek