- λοιπάς
λοιπάς, άδος, ἡ, Rest, Rückstand, Schuld, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιπάς, άδος, ἡ, Rest, Rückstand, Schuld, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιπάς — λοιπάς, άδος, ἡ (ΑM) έλλειμμα οφειλής μετά την πληρωμή τού μεγαλύτερου ποσού, υπόλοιπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιπός. ΠΑΡ. αρχ. λοιπάδιος αρχ. μσν. λοιπαδάριον, λοιπάζω. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λοιπογραφώ. (Β συνθετικό) αρχ. υπολοιπάς] … Dictionary of Greek
λοιπάς — remainder fem nom sg λοιπά̱ς , λοιπός remaining over fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπᾶς — λοιπᾶ̱ς , λοιπάζω leave fut ind act 2nd sg (doric) λοιπός remaining over fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπά — λοιπάς remainder fem voc sg λοιπός remaining over neut nom/voc/acc pl λοιπά̱ , λοιπός remaining over fem nom/voc/acc dual λοιπά̱ , λοιπός remaining over fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπάδα — λοιπάς remainder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπάδας — λοιπάς remainder fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπάδος — λοιπάς remainder fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπάδων — λοιπάς remainder fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπάσιν — λοιπάς remainder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek