- παρ-αμεύω
παρ-αμεύω, dor. = παραμείβω, im med., μορφὰν παραμεύσεται ἄλλων, Pind. N. 11, 13, an Schönheit übertreffen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αμεύω, dor. = παραμείβω, im med., μορφὰν παραμεύσεται ἄλλων, Pind. N. 11, 13, an Schönheit übertreffen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.