- θητεύω
θητεύω, ein ϑής sein, um Lohn arbeiten u. dienen; Il. 21, 44 Od. 18, 357; παρά τινι, 11, 489, wie Eur. Alc. 3; ἐπὶ μισϑῷ παρὰ βασιλῆϊ Her. 8, 137; Plat. Euthyph. 4 c Rep. II, 359 d u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θητεύω, ein ϑής sein, um Lohn arbeiten u. dienen; Il. 21, 44 Od. 18, 357; παρά τινι, 11, 489, wie Eur. Alc. 3; ἐπὶ μισϑῷ παρὰ βασιλῆϊ Her. 8, 137; Plat. Euthyph. 4 c Rep. II, 359 d u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θητεύω — to be a serf pres subj act 1st sg θητεύω to be a serf pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύω — θητεύω, θήτευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θητεύω — (ΑΜ θητεύω) [θης] 1. δουλεύω, εργάζομαι με μισθό 2. υπηρετώ, ασχολούμαι αποκλειστικά και με αφοσίωση («θητεύει στην επιστήμη») νεοελλ. κάνω τη θητεία μου … Dictionary of Greek
θητεύω — θήτεψα 1. προσφέρω τις υπηρεσίες μου έναντι αμοιβής. 2. ασχολούμαι με κάτι για αρκετό διάστημα (ειρωνικά): Θήτεψε στο λαθρεμπόριο, στην απάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θητεύσει — θητεύω to be a serf aor subj act 3rd sg (epic) θητεύω to be a serf fut ind mid 2nd sg θητεύω to be a serf fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύσουσιν — θητεύω to be a serf aor subj act 3rd pl (epic) θητεύω to be a serf fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θητεύω to be a serf fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητευόντων — θητεύω to be a serf pres part act masc/neut gen pl θητεύω to be a serf pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεῦον — θητεύω to be a serf pres part act masc voc sg θητεύω to be a serf pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύει — θητεύω to be a serf pres ind mp 2nd sg θητεύω to be a serf pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύοντα — θητεύω to be a serf pres part act neut nom/voc/acc pl θητεύω to be a serf pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητεύουσι — θητεύω to be a serf pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θητεύω to be a serf pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)