- λοτός
λοτός, ὁ, = λωτός, Flöte, s. unten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοτός, ὁ, = λωτός, Flöte, s. unten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λότος — ο τυχερό παιχνίδι, λαχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lotto «λαχείο, κλήρωση»] … Dictionary of Greek
Löthen — Löthen, verb. reg. act. welches ehedem überhaupt zusammen kleben machen bedeutete. In dieser 1) weitern Bedeutung löthen noch die Hornarbeiter das Horn oder die Schildkrötenschalen, wenn sie selbige warm und biegsam machen, und sie alsdann… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
λότ(τ)ο — το άκλ., και λότος, ο (λ. ιταλ.), λοταρία, λαχείο: Κέρδισα στο λότο ένα αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεθαλότος — θάλλω sprout perf part act masc/neut gen sg (epic) τεθᾱλότος , θάλλω sprout perf part act masc/neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)