θηρήτωρ, ορος, ὁ, dasselbe, ἄνδρες Il. 9, 544.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρήτωρ — θηράτωρ masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηράτωρ — και ιων. τ. θηρήτωρ, ὁ (Α) [θηρώ] θηρατής* (α. «θηρήτορας ἄνδρας», Ομ. Ιλ. β. «κύων θηράτωρ», Νικ. Δαμ.) … Dictionary of Greek