θηρᾱτής

θηρᾱτής

θηρᾱτής, , der Jäger; ἀνήρ Ael. H. A. 13, 12; übertr., λόγων Ar. Nubb. 357; δόξης D. L. 8, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηρατής — θηρατής, ὁ (Α) [θηρώ] 1. κυνηγός 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει, που κυνηγά κάτι (α. «θηρατὴς λόγων», Αριστοφ. β. «θηρατὴς δόξης», Διογ. Λαέρ.) …   Dictionary of Greek

  • θηρατής — θηρᾱτής , θηρατής hunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατά — θηρᾱτά̱ , θηρατής hunter masc nom/voc/acc dual θηρᾱτά , θηρατής hunter masc voc sg θηρᾱτά , θηρατής hunter masc nom sg (epic) θηρατός to be caught neut nom/voc/acc pl θηρατά̱ , θηρατός to be caught fem nom/voc/acc dual θηρατά̱ , θηρατός to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατάς — θηρᾱτά̱ς , θηρατής hunter masc acc pl θηρᾱτά̱ς , θηρατής hunter masc nom sg (epic doric aeolic) θηρατά̱ς , θηρατός to be caught fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηράτωρ — και ιων. τ. θηρήτωρ, ὁ (Α) [θηρώ] θηρατής* (α. «θηρήτορας ἄνδρας», Ομ. Ιλ. β. «κύων θηράτωρ», Νικ. Δαμ.) …   Dictionary of Greek

  • θηρατήρ — και ιων. τ. θηρητήρ, ὁ (Α) [θηρώ] ποιητ. τ. τού θηρατής* …   Dictionary of Greek

  • θηρατικός — θηρατικός, ή, όν (Α) [θηρατής] 1. κυνηγετικός 2. (για τα ίχνη που αφήνουν τα ζώα) αυτός που ανήκει στα θηρία, στα ζώα («θηρατικὰ σημεῑα», Πλάτ.) 3. μτφ. κατάλληλος για το κυνήγι ή για την προσέλκυση («τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων» τα τεχνάσματα με τα… …   Dictionary of Greek

  • θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… …   Dictionary of Greek

  • ՈՐՍՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 2 0538 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c գ. κυνηγός, θηρατής, ἁγρευών, ἑξευτής, ἀλιεύς venator, qui capit, auceps, aucupans, piscator. Որ յորս ելանէ կամ որսայ, որսող էրէոց. հաւորս. ձկնորս. ... *Նա էր սկայ որսորդ առաջի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • θηραταῖς — θηρᾱταῖς , θηρατής hunter masc dat pl θηρατός to be caught fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηραταί — θηρᾱταί , θηρατής hunter masc nom/voc pl θηρατός to be caught fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”