- θηρίδιον
θηρίδιον, τό, dim. von ϑηρίον, Thierchen, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρίδιον, τό, dim. von ϑηρίον, Thierchen, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρίδιον — animalculae neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριδίοις — θηρίδιον animalculae neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριδίου — θηρίδιον animalculae neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριδίων — θηρίδιον animalculae neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρίδια — θηρίδιον animalculae neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek
θηρίδιο — το (Α θηρίδιον) νεοελλ. ζωολ. γένος αραχνιδίων αρχ. (υποκορ. τού θηρίον) μικρό θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. αξιν ίδιον, χοιρ ίδιον] … Dictionary of Greek
κεράμβηλον — κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ) 1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο 2. είδος σκαθαριού που τό έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας ἔνιοι τοὺς… … Dictionary of Greek
θηρίδι' — θηρίδια , θηρίδιον animalculae neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)