- θηρίωμα
θηρίωμα, τό, bösartiges Geschwür, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρίωμα, τό, bösartiges Geschwür, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρίωμα — θηρίωμα, τὸ (Α) [θηριώ] κακό έλκος, κακοφορμισμένη πληγή … Dictionary of Greek
θηρίωμα — malignant ulcer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριωμάτων — θηρίωμα malignant ulcer neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριώματα — θηρίωμα malignant ulcer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek