- θηριο-ειδής
θηριο-ειδής, ές, thierähnlich, Adam. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριο-ειδής, ές, thierähnlich, Adam. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριοειδής — θηριοειδής, ές (Α) όμοιος με θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ειδής (< είδος), πρβλ. δυσ ειδής, ρομβο ειδής] … Dictionary of Greek
θηροειδής — θηροειδής, ές (Α) 1. όμοιος με θηρίο 2. (κατά τον Ησύχ.) «θηροειδεῑς ἐφαπτίδες ποικίλως διηνθισμέναι» φορέματα με ποικίλα στολίσματα, με διάφορες μορφές θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + ειδής (< είδος), πρβλ. κολλο ειδής, τραπεζο ειδής] … Dictionary of Greek