- θηριο-κτόνος
θηριο-κτόνος, Thiere tödtend, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριο-κτόνος, Thiere tödtend, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκτόνος — ο (AM θεοκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηριοκτόνος — θηριοκτόνος, ον (Μ) βλ. θηροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, εντομο κτόνος] … Dictionary of Greek
λαγοκτόνος — λαγοκτόνος, ὁ (Α) αυτός που σκοτώνει λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βρεφο κτόνος, θηριο κτόνος] … Dictionary of Greek