- θηριο-τροφεῖον
θηριο-τροφεῖον, τό, Thiergarten, wo wilde Thiere gehalten werden, Varro R. R. 3, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριο-τροφεῖον, τό, Thiergarten, wo wilde Thiere gehalten werden, Varro R. R. 3, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγωτροφείον — και λαγοτροφεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου εκτρέφονται λαγοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείον, ιχθυο τροφείον] … Dictionary of Greek
σωματοτροφείον — τὸ, Α χώρος όπου έτρωγαν δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφεῖον] … Dictionary of Greek