- θηριο-τρόφος
θηριο-τρόφος, wilde Thiere ernährend, hervorbringend, vom Lande, Strab. II, 131 u. Sp.; θηριότρο-φος, wilde Thiere essend, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριο-τρόφος, wilde Thiere ernährend, hervorbringend, vom Lande, Strab. II, 131 u. Sp.; θηριότρο-φος, wilde Thiere essend, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουροτρόφος — Προσωνυμία αρχαίων ελληνικών θεοτήτων που προστάτευαν τους νέους. Ο Απόλλων, ο Ερμής, ο Ηρακλής μετά τη θεοποίησή του, η Αφροδίτη, η Άρτεμη κ.ά. ονομάζονταν Κ. Την ίδια ονομασία έφερε επίσης και μια θεά της Αθήνας, προστάτιδα των παιδιών. * * *… … Dictionary of Greek
θηριοτρόφος — ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, ον) το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις αρχ. ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν… … Dictionary of Greek
θηριότροφος — θηριότροφος, ον (Α) αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος, νεό τροφος] … Dictionary of Greek
λαοτρόφος — λαοτρόφος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει ή φροντίζει τον λαό 2. φρ. «τιμὰ λαοτρόφος» αξίωμα χρήσιμο στον λαό (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριο τρόφος, παιδο τρόφος] … Dictionary of Greek
ορνιθοτρόφος — ο (Α ὀρνιθοτρόφος, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος αρχ. αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τρόφος (< τρέφω),… … Dictionary of Greek
κοχλιοτροφείο — το χώρος όπου εκτρέφονται κοχλίες, σαλιγκάρια, για επιστημονικούς ή και εμπορικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + τροφείο (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείο, ορνιθο τροφείο] … Dictionary of Greek
λαγωτροφείον — και λαγοτροφεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου εκτρέφονται λαγοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείον, ιχθυο τροφείον] … Dictionary of Greek
λωβοτροφείο — το (Α λωβοτροφεῑον) το ίδρυμα ή ο τόπος όπου ζουν οι λεπροί, λεπροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + τροφεῖο ( τροφός < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείο, ιχθυο τροφείο] … Dictionary of Greek
πατροτροφώ — έω, Μ τρέφω τον πατέρα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τροφῶ (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφώ] … Dictionary of Greek
σωματοτροφείον — τὸ, Α χώρος όπου έτρωγαν δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφεῖον] … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek