- θηριό-δηκτος
θηριό-δηκτος, von Thieren, bes. Schlangen gebissen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριό-δηκτος, von Thieren, bes. Schlangen gebissen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχίδηκτος — ἐχίδηκτος, ον (Μ) αυτός που έχει δαγκωθεί από οχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις «οχιά» + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
θηριόδηκτος — θηριόδηκτος, ον (Α) αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, ιδίως φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος, κυνό δηκτος] … Dictionary of Greek
καρδιόδηκτος — καρδιόδηκτος, ον (Α) αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιά («κράτος καρδιόδηκτον» δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος] … Dictionary of Greek
κυνόδηκτος — η, ο (AM κυνόδηκτος, ον) δαγκωμένος από σκύλο αρχ. αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό δηκτος, καρδιό δηκτος] … Dictionary of Greek