- θηριό-βρωτος
θηριό-βρωτος, von Thieren verzehrt, D. Sic. 18, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριό-βρωτος, von Thieren verzehrt, D. Sic. 18, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριόβρωτος — θηριόβρωτος, ον (Α) κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος από άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + βρωτος (< βι βρώ σκω), πρβλ. αλί βρωτος, εύ βρωτος] … Dictionary of Greek
κυνόβρωτος — κυνόβρωτος, ον (Α) αυτός που φαγώθηκε από τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βρωτός (< βι βρώσκω), πρβλ. θηριό βρωτος, ιχθυό βρωτος] … Dictionary of Greek
ορνεόβρωτος — ὀρνεόβρωτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από όρνεα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + βρωτός (< βιβρώσκω), πρβλ. θηριό βρωτος] … Dictionary of Greek
λυκόβρωτος — λυκόβρωτος, ον (AM) κατασπαραγμένος από λύκους, λυκοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηριό δρωτος, κυνόδρω τος] … Dictionary of Greek