θηρευτικός

θηρευτικός

θηρευτικός, = ϑηρατικός, z. B. κύνες Ar. Pl. 157; Plat. Rep. V, 459 a; ἡ ϑ., die Jagdkunst, Polit. 289 a, wie τὸ ϑηρευτικόν Soph. 221 b; vgl. Euthyd. 290 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηρευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικός — ή, ό (Α θηρευτικός, ή, όν) [θηρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός αρχ. 1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη) η θήρα, το κυνήγι 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • θηρευτικός — ή, ό κυνηγετικός: Θηρευτική ικανότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηρευτικά — θηρευτικός of neut nom/voc/acc pl θηρευτικά̱ , θηρευτικός of fem nom/voc/acc dual θηρευτικά̱ , θηρευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικῶν — θηρευτικός of fem gen pl θηρευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικόν — θηρευτικός of masc acc sg θηρευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικαί — θηρευτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικοῖς — θηρευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικοί — θηρευτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικοῦ — θηρευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικούς — θηρευτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”