- θηρατήριος
θηρατήριος, zum Jagen, Fangen geschickt, Soph.frg. 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρατήριος, zum Jagen, Fangen geschickt, Soph.frg. 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού … Dictionary of Greek
θηρατήριον — θηρατήριος hunting implement masc acc sg θηρατήριος hunting implement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατηρίαν — θηρατηρίᾱν , θηρατήριος hunting implement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)