- θηρό-βοτος
θηρό-βοτος, von wilden Thieren beweidet, ἐρημοσύνη Cyllen. 1 (IX, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρό-βοτος, von wilden Thieren beweidet, ἐρημοσύνη Cyllen. 1 (IX, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντόβοτος — λεοντόβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρό βοτος, ιππό βοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek