- θηρό-βορος
θηρό-βορος, = ϑηριόβορος; auch ϑάνατος, Man. 4, 614.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρό-βορος, = ϑηριόβορος; auch ϑάνατος, Man. 4, 614.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβροβόρος — λαβροβόρος, ον (Α) αυτός που τρώγει με βουλιμία, λαίμαργος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, θηρο βόρος] … Dictionary of Greek
σκωληκόβορος — ον, Α σκουληκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + βορος (< βορά), πρβλ. θηρό βορος, νεό βορος] … Dictionary of Greek