- θηρό-βρωτος
θηρό-βρωτος, v. l. für ϑηριόβρωτος, Strab. VI, 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρό-βρωτος, v. l. für ϑηριόβρωτος, Strab. VI, 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελαινόβρωτος — κελαινόβρωτος, ον (Α) αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τόν τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό βρωτος, πυρί βρωτος] … Dictionary of Greek
πυρίβρωτος — ον, Α αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. θηρό βρωτος, σκωληκό βρωτος] … Dictionary of Greek
κροκοδιλόβρωτος — κροκοδιλόβρωτος, ον (Α) κροκοδιλόδηκτος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρό βρωτος, κεφαλό βρωτος] … Dictionary of Greek
λεοντόβρωτος — λεοντόβρωτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρό βρωτος, κυνό βρωτος] … Dictionary of Greek
οιωνόβρωτος — οἰωνόβρωτος, ον (Α) αυτός που καταφαγώθηκε από όρνεα, από οιωνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηρό βρωτος, κυνό βρωτος] … Dictionary of Greek
παιδόβρωτος — παιδόβρωτος, ον (Α) φρ. «παιδόβρωτος θοίνη» εορτή κατά την οποία έτρωγαν παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηρό βρωτος] … Dictionary of Greek