- θηρό-χλαινος
θηρό-χλαινος, in Thierfelle gekleidet, Lycophr. 891.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρό-χλαινος, in Thierfelle gekleidet, Lycophr. 891.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντόχλαινος — λεοντόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρό χλαινος, μελάγ χλαινος] … Dictionary of Greek
λινόχλαινος — λινόχλαινος, ον (Α) αυτός που έχει λινή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χλαινος (< χλαῖνα), πρβλ. θηρό χλαινος, λεοντό χλαινος] … Dictionary of Greek
φιλόχλαινος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να φορεί χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χλαῖνα (πρβλ. θηρό χλαινος, λινό χλαινος)] … Dictionary of Greek