- παρα-βασία
παρα-βασία, ἡ, poet. παραιβασία, w. m. s., = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-βασία, ἡ, poet. παραιβασία, w. m. s., = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταιβασία — και ποιητ. τ. καταιβασίη ἡ (Α) [καταιβάτης] 1. κατάβαση* 2. στον πληθ. αἱ καταιβασίσαι οι κεραυνοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καται (ποιητ. τ. τού κατά) + βασία (< βάτης < βαίνω), πρβλ. παρα βασία υπερ βασία] … Dictionary of Greek